Ο κήπος της Αμαλίας

Η τάξη του ’65
22 Ιανουαρίου 2017
Ξεκινώντας απο τη Δομνίστα
17 Ιανουαρίου 2017

«Κι όλη μέρα τακ-τακ-τακ, τουκ-τουκ-τουκ ο αργαλειός μου κάνει». Ηρεμία και απόλυτη σιγή. Μοναχά η γραία μπρος στον αργαλειό της να σιγοτραγουδά και να υφαίνει το κιλιμι* της κόρης της. Θα έλεγε κανείς ότι για χωριό μικρό(αλλά ένδοξο) πολυτέλειες όπως βενετσιάνικα επάργυρα ρολόγια τοίχου κι μαρμάρινα ελεφαντακια που εις το άκρον της βάσης τους διέκρινες τα αρxικά «ΑΠ», ήταν περίεργες. Και περί τα 1944 ακριβώς αυτό διερωτήθηκε και ο συγχωρεμένος ο πάπα-Κόλιας. Ο Μέγας Δημιουργός και Ποιητής του κόσμου τούτου τον πήρε ύστερα από 2 χρόνια αφήνοντας αναπάντητο ένα ακόμα ερώτημα. Επάνω στο γρανιτένιο πάσο του τζακιού ο σύζυγος της εντός κορνίζας να θωρεί το σαλόνι με τις πολυθρόνες που ο ίδιος έφτιαξε πριν αποχαιρετήσει για τελευταία του φορά την Αμαλία και την μικρά Σαββούλα.

Δεν είχε δει στη ζωή της αυτοκίνητο. Στη μνήμη της χαραγμένα μόνο κάτι δίκυκλα μηχανάκια που σηματοδοτούσαν μια φορά το χρόνο την άφιξη του Αναστάσιμου Φωτός. Μια τρομάρα που την πήρε όταν είδε την κόρη της μέσα του μαζί με έναν νεαρό. Ψηλός με μουστάκι όχι σαν αυτό των υπολοίπων. Το σακάκι του κεντημένο στο χέρι εκ πρώτης όψεως. Ταράχτηκε! Όχι γιατί φοβόταν το τι θα πει το χωριό που, από ότι φαινόταν, κουβαλούσε Αθηναίο μέσα στο σπιτικό. Περισσότερο φοβήθηκε για το ότι θα έτρεφε κι ακόμα ένα στόμα. Η Σαββούλα κατέβηκε από το αμάξι έχουσα έναν άλλο αέρα. Η ματιά της θύμιζε την ημέρα που της έμαθε ο πατέρας της ποδήλατο.«Καλήν ημέρα σας, Δημοσθένης Παλαιολόγος.», συστήθηκε. Χωρίς να δώσει το χέρι της η γερόντισσα τον ρώτησε κοφτά: «Τι δλεια καν’ς;». Η Έλι, όπως συνήθιζε να την φωνάζει ο Δημοσθένης, την κοίταξε αγριεμένη και τη σύστησε. Αφού κουβάλησαν τις βαλίτσες έφτασαν στο σπίτι για να βολευτούν. Σε όλη την διαδρομή σκεπτόταν το «ιστορικός» που της έδωσε σαν απάντηση. Τι γύρευε μια αγράμματη χωριατοπούλα με ένα σπουδαγμένο επιστήμονα; Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι απλά κάποιος ταξιδιώτης που γνώρισε στο Καρπενήσι, που την είχε στείλει να μείνει στην ξαδέρφη της που ήταν λεχώνα. Από παλιά φιλοξενούσε στο σπίτι της φίλους του ανδρός της μέχρι την μαύρη εκείνη μέρα που έκλεισε τα μάτια του. Μακάρι να είχε σκοτωθεί στον πόλεμο αλλά ατύχησε καθώς ήταν γκαϊδός* και τον άφησαν πίσω. Τουλάχιστον, και να μην τον έβρισκαν μέσα στα χιόνια των Αλβανικών βουνών, το χωριό όλο και κάτι θα έδινε το μήνα να περνούσαν.

Η Σαββούλα οδήγησε τον ξένο εις την κάμαρη που του παραχώρησε η μάνα της. Πλήρως επιπλωμένο δωμάτιο, με το κρεβάτι στρωμένο στα λευκά και τα παράθυρα μισάνοιχτα, ίσα-ίσα να μπαίνει ο δροσερός απογευματινός αέρας του Αυγούστου. Ο Αύγουστος της άρεσε πολύ. Η Καλιακούδα με τις απότομες κορφές, καταπράσινη από τα έλατα και τις βελανιδιές και η πλατεία με τις ανθισμένες τριανταφυλλιές να συνθέτουν ένα τοπίο αντάξιο για της γιορτή της Μεγαλόχαρης. Τον απεχθανόταν τον Χειμώνα. Ο δε Δημοσθένης τον λάτρευε. Σαν κάθισαν στο τραπέζι και έφαγαν, μετά πολλών συγχωρέσεων προς την μητέρα της Σαββούλας για την απροειδοποίητη επίσκεψη του, της μίλησε για την ζωή του. Η θεια, παρακαλούσε από μέσα της να εξαφανισθεί από μπρος της όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο νέος, στο μάτι ήταν δεν ήταν εικοσιένα, με φωνή ολίγον ταραγμένη από το βλοσυρό βλέμμα της, της διηγήθηκε για την πανεπιστημιακή του πορεία και για τον λόγο που βρισκόταν εδώ. Το τελευταίο το άκουσε γεμάτη από χαρά. Βρισκόταν εδώ για να εκπληρώσει και το τελευταίο κομμάτι της εργασίας του για τους κλέφτες που κατοικούσαν στα βουνά τα ένδοξα εκείνα χρόνια της επαναστάσεως του Έθνους. Δεν γνώριζε πολλά για την ιστορία της πατρίδος της. Μόνο από τα τραγούδια που χόρευαν στα πανηγύρια και από ιστορίες της μάνας της. Στο σπίτι τους ήρθε χάρη στην κόρη της. Ο ανήρ αποζητούσε κατάλυμα για τη νύχτα και δεν έβρισκε πουθενά αλλά ρωτώντας πας στην Πόλη. Στην κεντρική οδό της πρωτεύουσας του νομού την είδε και την ρώτησε αν γνώριζε κάποιον που ευχαρίστως θα τον έκανε νοικιάρη του για δυο ημέρες. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ του πρότεινε να έρθει να μείνει μαζί με αυτήν και τη μητέρα της στη Δομνίστα. Το κοράσιο διέκρινε στα μάτια του μια καλοσύνη, μια φιλοτιμία και τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.

Η νύχτα έπεφτε σιγά σιγά , και τα παραθυρόφυλλα έκλειναν σε κάθε γωνιά του χωριού. Ο Δήμος κάθισε στο σαλόνι του σπιτιού μαζί με μια λάμπα πετρελαίου και άνοιξε τα χαρτιά του διάπλατα στο τραπεζάκι. Αυτό έψαχνε. Σε αντίθεση με το θόρυβο που προκαλούσαν τα τροχοφόρα στο κέντρο των Αθηνών, το μόνο που άκουγε πλέον ήταν τα τριξίματα από το ξύλινο πάτωμα καθώς κτύπαγε νευρικά το πόδι του σε αυτό. Ανά τακτά διαστήματα σηκωνόταν να ξεπιαστεί από τον άβολο καναπέ και να συνεχίσει να γράφει . Είχε ομολογουμένως συλλέξει αρκετές πληροφορίες από τους χωρικούς. Για τον Κατσαντώνη, για το Μάρκο το Μπότσαρη, και για πολλούς άλλους που δεν τύχαινε να είχε διαβάσει στα βιβλία του. Μέσα από τα λόγια τους έβλεπε τους καθημερινούς αγωνιστές. Αυτούς που πολέμησαν το ’40, αυτούς που άντεξαν την μανία των συμμοριτών στον Εμφύλιο. Γέροντες με καταπονημένα πρόσωπα και παιδιά με γδαρμένα, από την αλάνα, γόνατα. Γριές και νέες ,με τα παραδοσιακά τους πολλές φορές, να απλώνουν σεντόνια και να καθαρίζουν κρεμμύδια. Αιφνιδίως άκουσε βήματα πίσω του. Γύρισε απότομα αλλά ήταν η γραία-Αμαλία που πήγε να του φτιάξει ένα ζεστό. Την σκιαζόταν ήδη από την ώρα που τον βοήθησε με τις αποσκευές του. Την ευχαρίστησε για το ζεστό και συνέχισε το γράψιμο. Η Αμαλία βγήκε στον κήπο και άρχισε να πασπατεύει το χώμα σαν να έψαχνε να βρει κάτι σημαντικό.

Ο κήπος αυτός ήταν γεμάτος από ντομάτες, αγγούρια, μαρούλια και σκόρδα. Του Δεκαπενταύγουστου ανθίζουν τα κρίνα και μοιάζει με λίμνη από φρέσκο γάλα και όλα τα παιδόπουλα πάνε και τα κόβουν να τα προσφέρουν στις μανάδες τους. Παραδίπλα ένα μικρό κοτέτσι όπου μύριζε ασβέστης, κοτσουλιά και ζεστά πούπουλα. Το ωραιότερο απ’όλα αυτά ήταν ο γέρικος πλάτανος με τον κισσό να αναρριχάται ως το τελευταίο του κλωνάρι και τι ρίζες να προεξέχουν της επιφάνειας του εδάφους. Μια παλιοσανίδα κρεμάμενη από δυο σχοινιά φθαρμένα από τους παγωμένους αέρηδες του Φλεβάρη, ενθύμιο των δικών της παιδικών χρόνων. Όλβια γη η Ευρυτανική. Δεν είναι απλά βράχια που κάποτε αντηχούσαν οι κρότοι από τα τυφέκια. Είναι οι αιώνιες και καθάριες πηγές που ποτίζουν κάθε άνθος και φυτό στο δρόμο τους. Έτσι ήταν και ο κήπος της. Με τα νερά του και τα μυστικά του που παρέμεναν βαθιά μέσα στο χώμα.

Ξημερώματα Κυριακής, ο Δήμος ξύπνησε από τις πρωινές καμπάνες. Άρχισε να τριγυρνά μέσα στο σπίτι προσπαθώντας να βρει το καπέλο του για να προλάβει την Λειτουργία. Κατέβηκε τρέχοντας την πλακόστρωτη κατηφοριά και βρέθηκε έξωθεν του Αγίου Αθανασίου. Σιγανοπερπατώντας κάθισε δίπλα σε έναν ασπρομάλλη κύριο με τραγιάσκα βασταζόμενος σε μια γκλίτσα. Ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι του και όταν αναγνώρισε ότι δίπλα του ήταν ο ξένος του ζήτησε να μιλήσουν στον καφενέ οι δυο τους. Τι να ήθελε να του πει; Ούτε που ήξερε ποιος ήταν. Κοινώνησε, καλημέρισε τις δυο γυναίκες που τον φιλοξενούσαν καθώς κατέβαιναν από τον γυναικωνίτη και τους ενημέρωσε πως σήμερα που ήταν τελευταία του ημέρα θα ήθελε να περιηγηθεί στο χωριό. Η Σαββούλα όταν δεν κοίταζε η μητέρα της του έριξε ένα κλεφτό φιλί στο μάγουλο και τον «προειδοποίησε» να είναι πίσω κατά τις δυο το μεσημεράκι γιατί της μητέρας της δεν της άρεσε να περιμένει στο φαγητό. Ο νέος ξαφνιάστηκε με το φιλί και της υποσχέθηκε ότι θα είναι εκεί στην ώρα του. Πήρε ένα αντίδωρο και κατευθύνθηκε με την συνοδεία του γέροντα τα στο καφενείο. Αφού κάθισαν και παρήγγειλαν από έναν ελληνικό, ξεκίνησαν το διάλογο τους.

-Άκου να δεις ξένε. Δεν διαφέρουμε σε τίποτα. Και εγώ ξένος είμαι. Ονομάζομαι Αχιλλέας Παπασταφυλλόπουλος και είμαι ερευνητής οικονομικών αδικημάτων, απεσταλμένος ύστερα από καταγγελία μιας γειτόνισσας της Αμαλίας. -Δεν σας καταλαβαίνω καθόλου! Τί ζητάτε από εμένα; -Να φύγεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα από αυτό το σπίτι. Πάρε και την κοπέλα μαζί. Δεν έφταιξε σε τίποτα. -Δεν ξέρω τι θέλετε να πείτε αλλά σήμερα το βράδυ θα μείνω πάλι εκεί και θα φύγω με την αυγούλα. -Μπαίνεις σε μεγάλους μπελάδες. Η θέσης μου είναι δύσκολη, κατάλαβε με! Απλά φύγε!

Ο Δημοσθένης σηκώθηκε άγαρμπα από το τραπέζι, άφησε δεκαπέντε δραχμές και ενοχλημένος από την παράξενη συμπεριφορά του ξένου κίνησε να πάει στο σπίτι.

Μπαίνοντας του ήρθε μια οσμή από γεμιστά. Κλείστηκε στο δωμάτιο του και συλλογιζόταν τι να εννοούσε αυτός ο τύπος. Οι σκέψεις λυσσομανούσαν στο κεφάλι του μα πάνω στις αδιάκοπες σκέψεις άκουσε την Έλη να τον φωνάζει για φαγητό. Της αποκρίθηκε πως την ευχαριστεί αλλά δεν πεινάει. Η Λίζα εισήλθε στο υπνοδωμάτιο και κάθισε στο μόνο κρεβάτι. Με θάρρος τότε εκείνος της ζήτησε να του μιλήσει για τον πατέρα της. Εκείνη καθόλου δεν παραξενεύτηκε με την απορία του ξένου. Ο πατέρας της, είπε, ήταν άνθρωπος ήσυχος. Πολύ συχνά κατέβαινε στην Αθήνα για να πωλήσει, όπως έλεγε, φέτα και τσίπουρο σε μεγαλομαγαζάτορες. Δεν έβγαινε από το σπίτι πολύ, παρά μονάχα για τέσσερις ώρες που άνοιγε το παντοπωλείο. Τα χρήματα όλως περιέργως δεν ήταν λιγοστά. Και στο σχολειό πήγαινε, και οι πάνινες κούκλες με τα φορέματα τους, πλείστες. Το σπίτι πάντα στην εντέλεια. Με όμορφους πίνακες και βάζα εξωτικά να κοσμούν τους τοίχους και τις σιφονιέρες. Ο πατέρας της σκοτώθηκε το Μάιο του 1966, γλιστρώντας μαζί με το γαϊδούρι του σε μια πλαγιά λίγο πιο πέρα από το κοιμητήριο. Για την μάνα της δεν μίλησε καθόλου. Τον έπιασε με το απαλό της χέρι και τον συνόδευσε έως την τραπεζαρία. Καθ’όλη την διάρκεια του μεσημεριανού παρέμεινε σιωπηλός ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πλάτανο που φαινόταν από το τζάμι της πίσω πόρτας. Αποζητούσε λίγο χρόνο με τον εαυτό του. Να τελειώσει την εργασία του και να μυρίσει του κρίνους που τόσο πολύ του άρεσαν στην όψη. Στην Αθήνα του φαίνονταν άοσμοι και μαραμένοι όταν τους έβλεπε από τις τζαμαρίες των ανθοπωλείων. Στην Αθήνα δεν ήξερε αν θέλει πραγματικά να γυρίσει.

Το Φεγγάρι διαδέχτηκε τον Ήλιο στην εξουσία των ουρανών και κάθισε στην κούνια κοιτάζοντας τα αστέρια. Ο κόσμος είναι μικρός, μα εδώ νόμιζε ότι ζούσε στη χώρα των Τιτάνων. Ακόμα και στο διπλανό χωριό, το Κρίκελο, η κάθε μαργαρίτα υψωνόταν μπροστά του σαν τα τείχη της Βασιλεύουσας, που τόσα είχε διαβάσει για αυτήν. Δεν αγχωνόταν για τα αγρίμια της ξηράς. Θεωρούσε τον εαυτό του ένα από αυτά. Οι αλεπούδες αδελφές του και οι βερβερίτσες φίλες από τα μαθητικά χρόνια. Το θρόισμα των φύλλων απαλό όπως η φωνή του Εγγονόπουλου σαν απάγγελνε στην εκδήλωση του πανεπιστημίου πριν ένα μήνα. Μέσα στο πάντρεμα των γαλήνιων ήχων άκουσε βήματα εις τον κήπο. Κατέβηκε από την κούνια και στάθηκε πίσω από τις λαμαρίνες του μικρού πτηνοτροφείου. Ήταν η γραία, με τη νυχτικιά της, να σκαλίζει τον κήπο. Ύστερα από λίγα λεπτά την άκουσε να μουρμουράει και να προσεύχεται. Κοκάλωσε σαν την αντίκρισε να σηκώνει από το χώμα ένα ξύλινο μπαούλο. Θυμήθηκε τα λόγια του μεταμφιεσμένου στο καφενείο και έκανε να φύγει. Με αθόρυβο βηματισμό πέρασε πίσω της και έτρεξε στο κρεβάτι του σβήνοντας τα φώτα. Όταν την άκουσε να μπαίνει ξανά στο σπίτι φόρεσε τα παπούτσια του και όπως μπήκε προ ολίγου, κατ’αυτόν τον τρόπο βγήκε. Έσκαψε στο ίδιο σημείο και άνοιξε το μπαούλο. Γεμάτο χρυσαφικά και λίρες ενγλέζικες. «Τι φτιάνς* δα*;», άκουσε μια φωνή πίσω του. Γύρισε και είδε την Σαββούλα να κρατεί ένα κουζινομάχαιρο . Την παρακάλεσε ευθύς να το αφήσει κάτω και να της εκμυστηρευτεί τα όσα έγιναν. Αυτή έτρεξε και άρχισε να ψάχνει τα κοσμήματα. Μετά από λίγο ξέσπασε σε λυγμούς και αγκομαχώντας ψέλλιζε πως έχουν επάνω τους σκαλισμένα εβραϊκά ονόματα.

Αμέσως, η Αμαλία ξεπρόβαλλε από το κατώφλι της πόρτας με το κεφάλι της σκυφτό. Πλησίασε την κόρη της και της είπε ότι δεν το έκανε επίτηδες ο πατέρας της. Πως ήταν ότι είχαν αφήσει πίσω τους οι Γερμανοί πριν τους κυνηγήσει η Αντίσταση. Μα η νεαρά δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Παίρνει το μπαούλο και με τα δυο χέρια και με ένα σάλτο περνά το μικρό πεζούλι και άρχισε να τρέχει προς το νεκροταφείο. Ο Δημοσθένης ξοπίσω της και πίσω του η γραία με το τσόχινο παλτό της να κλαίει για τη μοίρα της κόρης της και για του ανδρός της. Ο δρόμος γινόταν όλο και πιο απόκρημνος. Θωρούσες την ποταμιά που τον χειμώνα αν περπατήσεις στο δρομάκι των κυνηγών δίχως παλτό, νιώθεις τα κόκκαλα σου να λυγίζουν και να γίνονται σκόνη από την υγρασία. Με οδηγό μόνο την λάμπα του έτρεχε μα δεν την έφτανε και ζύγωναν και οι τρεις τους στο αναπαυτήριο ψυχών, στο χείλος της πλαγιάς. Στιγμιαίος ακούει μια γυναικεία φωνή να παρακαλεί για βοήθεια. Πάει να την πιάσει, που κρατιόταν από το μπαούλο που είχε σφηνώσει σε δυο πέτρες, και ένα χέρι τον τινάζει απότομα από μακριά της.

Ήταν ο άνδρας από την εκκλησιά και το καφενείο, να προσπαθεί να τραβήξει και αυτή και το μπαούλο επάνω. Η Σαββούλα με βογκητά από τα ματωμένα της χέρια, με βαριές κατάρες καταριόταν τη μάνα της. Φτάνει και η γερόντισσα και βλέπει το χώμα να υποχωρεί και να τους ρουφά το χάος. Ακούγεται ένα «Μάνα!» και ύστερα τίποτα. Να κοιτάζουν και οι δυο το σκοτάδι που κρύβει μέσα του μάτια αδηφάγων όντων και ψυχές αδικοσκοτωμένων. Να πέφτει η γραία στα γόνατα και να σπαράζει για του παιδιού της το μέγα κρίμα. «Πως το λέτε το τραγούδι εδώ πάνω; Α ναι! Ορέ για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει…», και ο νέος γέρνει με δακρυσμένη την καρδία προς τα μπρος και χάνεται και αυτός μέσα στο σκότος των χρόνων της για της κοπέλας το άδικο και το κακό. Να υψώνει τα χέρια στον ουρανό και να ψάχνει να εύρει φως να δει. «Λίγου φως αρκεί να ξεπλύν’ τς’ αμαρτίες μου», λέγει. Ο δρόμος χάνεται πέρα από τις οξιές και τα αστέρια κρύβονται ξανά στο πέπλο της Νύχτας προσμένοντας τον Ήλιο να φανεί πάνω στο άρμα του και να αναγγείλει την συνέχεια της ζωής. Και αυτή να κάθεται σε ένα μνήμα να μετρά τους σταυρούς και τα καντήλια για να ξέρει πόσο λάδι και φωτιά να φέρει.

Ποιος θα δικάσει ποιόν; Μέσα στα αχανή βουνά της Ευρυτανίας που ο «ἀήρ» κατεβαίνει τα καλοκαίρια από τα διάσελα του Βελουχιού, οι φωνές σιγούν μπρος στο Θαύμα της Φύσης. Με τα ποτάμια, με τα αυγά της πέστροφας και τις ιαχές των αετών που αντικρίζουν πρώτοι από όλους την Ανατολή. Ποιός θα είναι ο αδέκαστος; Σιμά στις πετρόκτιστες βρύσες που ξεπετιούνται όπως τα σκουλήκια στο χλοερό τ’ Απρίλη. Με τους πύργους του Καραϊσκάκη να στέκονται σαν τη Βία και το Κράτος φύλακες της Υπεραγίας Θεομήτορος Προυσιώτισσας. Τα κράνα ν’ ανθίζουν και τα νταούλια να ηχούν από σπηλιά σε σπηλιά στο του Καλοκαιριού τρελό πανηγύρι. Μα ποιός θα ατιμάσει τα χωριά που είναι φάροι των υπέρ πίστεως και πατρίδος, εις τους αιώνας, πεσόντες; Γαρούφαλλο και χρουσάφι. Βασιλικός και μέντα. Ύστερα λιβάνι και καρύδι, ανακατεμένα με το πικρό χώμα στον κήπο της Αμαλίας.

*κιλίμι: μικρό χαλί
*γκαϊδός: αλλήθωρος
*φτιάνς: κάνεις( όταν παρατηρείς τον άλλο να εργάζεται)
*δα: εκεί


Ο κήπος της Αμαλίας δεν είναι βιβλίο. Είναι μια ιστορία 2 σελίδων “Ενας νεαρος Δομνιστιανος στα βηματα των ανθρωπων του πνευματος”!
Ο Κωνσταντίνος Τσιούνης, γιος του Βασίλη Τσιούνη, παίρνει το 2ο βραβείο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό πεζογραφήματος, σε επίπεδο μαθητών Λυκείου, με το διήγημα του “Ο κήπος της Αμαλίας”.
Η Αμαλία ζει στη Δομνίστα και η Δομνίστα ζει στην καρδιά του νεαρού και πολλά υποσχόμενου Κώστα Β. Τσιούνη.


Δείτε την τελετή απονομής των βραβείων του πανελληνίου διαγωνισμού.

(από το 1.13.50 και μετά)

Διαβάστε το βιογράφικό του Κωνσταντίνου Β. Τσιούνη

Pin It on Pinterest